φιλοζωία

φιλοζωία
[филозоиа] ουσ. Θ. любовь к жизни,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φιλοζωία" в других словарях:

  • φιλοζωία — φιλοζωίᾱ , φιλοζωία love of life fem nom/voc/acc dual φιλοζωίᾱ , φιλοζωία love of life fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοζωίᾳ — φιλοζωίᾱͅ , φιλοζωία love of life fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοζωία — η 1. η υπερβολική αγάπη της ζωής, ο φιλοτομαρισμός: Η φιλοζωία σημαίνει εγωισμό και φιλαυτία. 2. μαλθακότητα, τρυφηλότητα, φιληδονία, ακολασία. 3. δειλία: Η φιλοζωία δεν οδηγεί σε γενναίες πράξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοζωία — η, ΝΜΑ [φιλόζωος (Ι)] 1. υπερβολική αγάπη για τη ζωή 2. συνεκδ. δειλία ή μαλθακότητα …   Dictionary of Greek

  • φιλοζωίας — φιλοζωίᾱς , φιλοζωία love of life fem acc pl φιλοζωίᾱς , φιλοζωία love of life fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοζωίαν — φιλοζωίᾱν , φιλοζωία love of life fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοζωίη — φιλοζωία love of life fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόζωος — (I) η, ο / φιλόζωος, ον, ΝΑ αυτός που αγαπά υπέρμετρα τη ζωή του αρχ. 1. δειλός ή μαλθακός 2. (για ασθενή) αυτός που ποθεί να ζήσει 3. (για φυτό) α) αειθαλής β) ανθεκτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόζωον η φιλοζωία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ζωος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»